- τεταρτογενής
- ης, ες геол четвертичный (о периоде)
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
τεταρτογενής — ές, Ν 1. αυτός που έγινε ή γεννήθηκε τέταρτος 2. φρ. «τεταρτογενής περίοδος» ή, απλώς, «τεταρτογενές» γεωλ. διάστημα τού γεωλογικού χρόνου στη διάρκεια τού οποίου δημιουργήθηκαν οι αποθέσεις τού ομώνυμου συστήματος, που αποτελεί τμήμα τού… … Dictionary of Greek
γεωλογία — Επιστήμη που μελετά την εξελικτική ιστορία της Γης και την υλική σύσταση των δυνάμεων που την διαμόρφωσαν. Αναλυτικότερα, η γ. εξετάζει τα διαδοχικά στάδια εξέλιξης του πλανήτη μας, τους διάφορους παράγοντες που επέδρασαν στη διαμόρφωση της… … Dictionary of Greek
αιώνες, γεωλογικοί — Η ιστορία της Γης διαιρείται σε πέντε αιώνες: (α) αρχαϊκόςαρχαιοζωικός (που περιλαμβάνει και τον προτεροζωικό, ορισμός που δεν επικράτησε τελικά), (β) πρωτογενήςπαλαιοζωικός, (γ) δευτερογενήςμεσοζωικός, (δ) τριτογενήςκαινοζωικός, (ε) τεταρτογενής … Dictionary of Greek
Ευρώπη — I Μία από τις πέντε ηπείρους. Είναι το μικρότερο τμήμα του κόσμου μετά την Αυστραλία και την Ωκεανία. Από μία άποψη θα μπορούσε να θεωρηθεί το ακραίο δυτικό τμήμα της Ασίας, της οποίας αποτελεί τη φυσική προέκταση. Πράγματι, δεν υπάρχουν φυσικά… … Dictionary of Greek
γένος — Όρος που χρησιμοποιείται στη ζωολογία και στη βοτανική για να προσδιορίσει τη συστηματική ταξινόμηση, ενώ στη γλωσσολογία αναφέρεται στη μορφολογική κατηγοριοποίηση των ονομάτων (ουσιαστικών, επιθέτων, αντωνυμιών, άρθρων, μετοχών) σε αρσενικά,… … Dictionary of Greek
παλαιοτεταρτογενής — Με τον όρο αυτό χαρακτηρίζεται η αρχαιότερη από τις 3 υποδιαπλάσεις, στις οποίες υποδιαιρείται η τεταρτογενής διάπλαση του καινοζωικού αθροίσματος στρωμάτων. * * * ές αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην παλαιά τεταρτογενή περίοδο τής Γης … Dictionary of Greek
χολίνη — Οργανική ουσία η οποία αποτελείται από άνθρακα, υδρογόνο, οξυγόνο και άζωτο, που συναντάται σε ζωικούς και φυτικούς ιστούς, κυρίως ως συστατικό μερικών ουσιών (λεκιθίνη κ.ά.)· σε αυτή τη μορφή μπορεί να ανευρεθεί, σε μικρές ποσότητες, σε κάποια… … Dictionary of Greek
Ισπανία — Επίσημη ονομασία: Βασίλειο της Ισπανίας Έκταση: 504.782 τ. χλμ. Πληθυσμός: 40.037.995 (2001) Πρωτεύουσα: Μαδρίτη (2.882.860 κάτ. το 2000)Κράτος της νοτιοδυτικής Ευρώπης, στην Ιβηρική χερσόνησο. Συνορεύει στα ΒΑ με τη Γαλλία και την Ανδόρα, στα Δ… … Dictionary of Greek
ανθρωποζωικός — ή, ό η τεταρτογενής γεωλογική περίοδος στην οποία παρουσιάστηκε ο άνθρωπος … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)